Η Ελένη γεννήθηκε στην Αθήνα. Από τη μετεφηβική της ηλικία εργάστηκε ως barwoman. Όταν ο υπόλοιπος κόσμος έβγαινε να ξεσκάσει από τη δική του καθημερινότητα, εκείνη ζούσε τη δική της εξυπηρετώντας τον. Από μικρή κατάλαβε ότι η νύχτα είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Από τη μια εξασφαλίζει ένα καλό μισθό, από την άλλη σε εγκλωβίζει στο ρυθμό της.
Έμαθε να κατατάσσει τους ανθρώπους σύμφωνα με το ποτό που πίνουν. Από το πόσα και τι ποτά πίνει ο καθένας, έμαθε να ξεχωρίζει το αν πίνουν για να το γιορτάσουν, να διασκεδάσουν, να ξεχάσουν ή να θρηνήσουν. Έμαθε ότι όσο λιγότερο πάγο ζητούν στο ποτήρι τους, τόσο περισσότερα τα ζόρια που κουβαλά η ψυχή τους.
Έμαθε να φοβάται τους μεθυσμένους έρωτες, αυτούς που επιβιώνουν όσο το αλκόολ τρέχει στις φλέβες, και ξεθυμαίνουν μαζί με αυτό μετά από λίγες ώρες, έμαθε να βλέπει ανθρώπους σαν τον καπνό από τα τσιγάρα που υπάρχουν μόνο όσο για λίγο, όσο να ανάψει και να σβήσει ένα τσιγάρο.
Ένα ακόμα Αυγουστιάτικο βράδυ σαν όλα τα άλλα είχε μόλις ξεκινήσει. Πόστο έτοιμο και τακτοποιημένο, και μυαλό καθαρό κι έτοιμο να ακούσει για μια ακόμη μέρα τον πόνο και την κουταμάρα του καθενός. Μέσα στον κόσμο, δυο πελάτες κάθονται στο πόστο της. Ο ένας είναι ο Γιάννης. Ο Γιάννης πίνει Jack σκέτο. Ο φίλος του Γιάννη δε θα μάθει κανείς αν ποτέ παρήγγειλε, τι ήπιε, αν πλήρωσε ή πως τον λέγανε. Από τη στιγμή που τον είδε, το μυαλό και τα μάτια της ήταν μόνο πάνω του. Αυτός την έλεγε με το όνομά της, αυτή τον έλεγε με το ποτό του. Ποτήρια της έπεφταν από τα χέρια, οι παραγγελίες έβγαιναν λάθος, πελάτες ξεχνιούνταν, σε ένα μπαρ που ακόμα κι αν πάθαινε διακοπή ρεύματος, τα φώτα θα συνέχιζαν να είναι αναμμένα μόνο και μόνο από τον ηλεκτρισμό που υπήρχε μεταξύ τους.
Στο φλερτ του, η μόνη της άμυνα το χιούμορ της. Το ίδιο χιούμορ που μέχρι πρότινως χρησιμοποιούσε για να αποκρούσει κακόγουστα πεσίματα κι αδιάφορα λιγούρια, ήταν πλέον το μοναδικό όπλο της για να κρύψει την αμηχανία και τις ένοχες σκέψεις που έκανε όταν φανταζόταν τον εαυτό της μαζί του μόνους τους κάπου. Κοινή ιδιαίτερη πατρίδα, αλλά αυτή σπουδάστρια στην πόλη στην οποία κι εργαζόνταν, κι αυτός διακοπές για λίγες μέρες μέχρι να επιστρέψει Αθήνα και στην εργασία του. Δυο πλοία που τυχαία βρέθηκαν καταμεσής του ωκεανού, αλλά με ίδια σημαία, δεν αποκλείεται να ξαναβρεθούν στο ίδιο λιμάνι, θα σκεφτεί αυτή.
Για τις επόμενες δέκα ημέρες, το μπαρ ήταν το rally point τους. Αυτή πήγαινε πρώτα για να τον δει και μετά για να δουλέψει, αυτός πήγαινε πρώτα για να τη δει και μετά για να διασκεδάσει. Από γελαστός και γεμάτος χιούμορ, μέρα με τη μέρα γινόταν πιο σοβαρός, σχεδόν νευρικός. Στο κεφάλι της στροβιλιζόταν η απορία. Τη θέλει και δε βρίσκει τρόπο, ή άρχισε να κουράζεται; Δεν άντεξε να μην τον ρωτήσει τι έχει. Η απάντησή του κοφτή και αφοπλιστική. «Θα μάθεις σε λίγο». Μέσα στα επόμενα λεπτά εξαφανίστηκε. Στο τηλέφωνό της βρήκε ένα μήνυμα που φοβόταν να ανοίξει. «Σε περιμένω όταν σχολάσεις στην παραλία». Από τη μια ανακούφιση που δεν ήταν ένα «άντιο», από την άλλη νευρικότητα κι αμηχανία για το απρόσμενο.
Λίγο πριν τα χαράματα, με κούραση κι εμφάνιση που μόνο για ρομαντικό ραντεβού δεν ήταν, κρατώντας τα τακούνια στο χέρι, τον βρήκε να την περιμένει στην παραλία. Ξημέρωνε η τελευταία του μέρα διακοπών, το ίδιο μεσημέρι θα αναχωρούσε για Αθήνα. Καθώς χάραζε το πρωί τους βρίσκει να μιλάνε σαν την πρώτη μέρα που γνωρίστηκαν, αμήχανα και σαστισμένα. Εκτός από την νοσταλγία που είχε ήδη αρχίσει να παρεισφρύει στο υποσεινήδητό της πριν καν φύγει, είχε να αντιμετωπίσει και την κατεδάφιση που έκανε ο εγκέφαλός της σε όλα όσα πίστευε μέχρι τότε. Μετρούσε πόσες από τις συμβουλές που έδινε σε άλλους καταστρατηγούσε εκείνο το πρωί, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούσε να αρνηθεί πόσο τον ήθελε.
Ήταν η ώρα του αποχαιρετισμού. Μαζεύοντας όσο κουράγιο μπορεί να είχε, μετά από τόση κούραση αλλά και τόση ένταση, σηκώνεται να τον αποχαιρετήσει και να επιστρέψει στην μέχρι πριν δέκα μέρες καθημερινότητά της. Πριν προλάβει να απομακρυνθεί, το χέρι του θα την τραβήξει πίσω την τελευταία στιγμή, και το επόμενό της ξύπνημα θα είναι δίπλα του.
Λίγο πριν αναχωρήσει, την αφήνει σπίτι, τη φιλά και της ψυθιρρίζει στο αυτί να προσέχει. Κλείνοντας την πόρτα πίσω της του απαντά: «Τζακ το νου σου, οι άνθρωποι με σκέτο ποτό πίνουν πάντα και δεύτερο».