Ζουν περισσότερο με τις αισθήσεις, τις οποίες έχουν μάθει να τις διατηρούν πάντα σε εγρήγορση, και λιγότερο με τους κανόνες, χωρίς όμως να παύουν να τους σέβονται. Δε φοβούνται να είναι ευάλωτοι ανάμεσα σε ασυνείδητους, όπως δε φοβούνται και τη μοναξιά τους, αλλά αντιθέτως την απολαμβάνουν.

Να εξηγηθούμε για να μην παρεξηγηθούμε. Σε αυτή την κάστα ανθρώπων δεν ανήκει και δεν πρόκειται ποτέ να ενταχθεί ούτε ο κλαρινογαμπρός με τη σαγιονάρα-δίχαλο και την ανέμελη χωρίστρα που δε θα χαλούσε ποτέ φορώντας κράνος, ούτε ο κυριούλης που ελέω οικονομίας πάει δίτροχος από’το σπίτι στο μαγαζί και τούμπαλιν, ούτε ο σκουτεράκιας με την κουβέρτα και τα ντυμένα με κάλτσες τιμόνια, ούτε ο έφηβος κάγκουρας με την εξάτμιση-αποχέτευση και το παραποιημένο μοτέρ που περισσότερο τρομάζεις με το σαματά παρά με την ταχύτητά του.

Η μοτοσυκλέτα μπορεί να οδηγείται από πολλούς τώρα πια, αλλά προορίζεται για λίγους. Για εκείνους τους λίγους που δε θα τσιγκουνευτούν ούτε σε εξοπλισμό ασφάλειας, αλλά ούτε και σε έξοδα συντήρησης. Για εκείνους τους λίγους που δε θα πάνε ξεκράνωτοι ούτε μέχρι το περίπτερο της γειτονιάς. Για εκείνους τους λίγους που η οδήγηση δεν είναι φιγούρα στους περαστικούς, αλλά ψυχοθεραπεία και κάθαρση.

«Όταν ανεβαίνουν στη μηχανή και βάζουν μπρος, παρέα τους καβαλούν άγγελοι και δαίμονες» έχει πει ένας παλιός σε ένα καφέ στο Κερατσίνι πριν μερικά χρόνια. Άγγελοι που σε φυλάνε απ’ το κακό και την απροσεξία που υπάρχει εκεί έξω, άγγελοι με τις μορφές όσων δεν είναι πια μαζί σου κι όποτε να σε βλέπουν να ανεβαίνεις στη μηχανή έρχονται δίπλα σου και σε συντροφεύουν. Δίπλα τους δαίμονες. Δαίμονες που σου ξυπνούν όλα όσα προσπαθείς να κοιμίσεις μέσα σου, δαίμονες που σου γυρνούν νευρικά το δεξί καρπό και φέρνουν στα όρια την αδρεναλίνη, αλλά και την τύχη σου. Οι μεν με τους δε μάχονται για το ποιος θα σε κερδίσει. Και στο τέλος της μέρας, δεν πρέπει να σε έχει κερδίσει κανείς.

Ξέρουν πόση σημασία έχει η ακρίβεια. Γνωρίζουν καλά ότι ένα τέλειο στρίψιμο από ένα τροχαίο ατύχημα απέχει μόνο μισή μοίρα παραπάνω κλίσης. Κι αυτή τη γνώση την εφαρμόζουν σε όλη τους τη ζωή. Έχουν μάθει να αγνοούν την επιφυλακτικότητα του κόσμου που αποστρέφεται τα μαύρα δέρματα και τα σκούρα κράνη. Αυτοί ξέρουν ότι μέσα απ’ τα κράνη κρύβονται μάτια που μπορεί να έχουν κλάψει πολύ περισσότερες φορές από όλα τα άλλα.

Εκτιμούν τα καλά αντανακλαστικά, γιατί ξέρουν από πρώτο χέρι ότι το καλό αντανακλαστικό κυριολεκτικά σώνει ζωές. Όσο κι αν φοβούνται τη δολοφονική ηλιθιότητα που υπάρχει εκεί έξω, κανείς δεν μπορεί να τους στερήσει το δρόμο ή το χώμα, τις καθαρές αναπνοές και τον ιδρώτα που όταν ανοίξει η φόρμα θα εξατμιστεί αφήνοντας σώμα και ψυχή αποτοξινωμένα. Έχουν ζήσει έστω μια φορά τον αφόρητο πόνο του αστραγάλου που έχει εγκλωβιστεί κάτω απ’ τη μηχανή την οποία ήταν αδύνατο να σηκώσουν μόνοι τους, γι’ αυτό κι όποτε γίνει ατύχημα, πάντα ο πρώτος που τρέχει να συνδράμει είναι αναβάτης μηχανής.

Η μοτοσυκλέτα γι’ αυτούς είναι ένας άψυχος μεν, αλλά άρρηκτα συνδεδεμένος με το μεράκι και το γούστο του αναβάτη, οργανισμός. Δεν είναι απλά ένα περιουσιακό στοιχείο, είναι η περιουσία τους. Είναι ο σύντροφος που μπορεί να μην έχει καρδιά, αλλά θα κάνει τη δική τους καρδιά να σκιρτήσει για δέκα, είτε από αδρεναλίνη, είτε από φόβο, είτε από χαρά. Μπορεί να μην έχει φωνή, αλλά θα γίνει πρωταγωνίστρια σε ιστορίες που θα λέγονται μέσα απ’ τη φωνή του αναβάτη τους για χρόνια ολόκληρα. Μπορεί να μην έχει ψυχή, αλλά θα γεμίσει την ψυχή του οδηγού της με αναμνήσεις, ηλιοβασιλέματα και «βολτάδες» στις πιο όμορφες διαδρομές.

Ξέρουν ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να τους σκοτώσει, ή μη χειρότερα να τους σακατέψει. Κάποιους τους έχει ήδη σακατέψει -κι όχι μόνο μια φορά. Θα απορήσεις γιατί επιμένουν και με την απορία θα μείνεις. Ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν κι αυτό γιατί δεν το έχουν αναρωτηθεί ποτέ. Θα σκεφτείς ότι τα ίδια τοπία μπορείς να τα δεις κι απ’ την ασφάλεια του αυτοκινήτου σου και γελώντας θα σου απαντήσουν ότι μπορείς επίσης να τα δεις κι απ’ την ακόμα καλύτερη ασφάλεια του google images στον υπολογιστή σου, που δε θα κάψεις και βενζίνη.

Μην προσπαθήσεις να καταλάβεις, δεν είναι κάτι που μαθαίνεται στην πορεία. Είναι ένστικτο, είναι φορτιστής που «εφαρμόζει» μόνο σε κάποιους, είναι κουσούρι που το έχεις απ’ τα γεννητούρια σου. Σπίθα που ανάβει την πρώτη φορά που σαν πιτσιρίκος βλέπεις δυο αναβάτες να παίζουν φώτα και να χαιρετιούνται στην Κυριακάτικη βόλτα τους. Εκείνη τη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι σε λίγα χρόνια θα είσαι ένας από αυτούς.

Όσοι είναι εδώ ας είναι πάντα γεροί, δυνατοί κι όρθιοι. Όσοι μας κοιτούν από ψηλά, ας μας προσέχουν. Μακάρι να αργήσουμε πολύ να ανταμώσουμε.

 

Στη μνήμη του «Επίσκοπου».

Συντάκτης: Αλέξης Φαραντούρης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη