Σήμερα θα μιλήσουμε για ένα παγκόσμιο φαινόμενο, που ταλαιπωρεί την ανθρωπότητα ανά τους αιώνες. Πρόκειται για τους τύπους που μιλούν δυνατά, γενικά όπου σταθούν, κι ειδικά στις καφετέριες κι ακόμη πιο συγκεκριμένα όταν κάθονται δίπλα μας. Καταλάβατε ποιους λέω, εκείνους που δεν πολυχαμπαριάζουν αν βρίσκονται σε δημόσιο χώρο ή σπίτι τους, που θες-δε θες θα την ακούσεις όλη την ιστορία με το Μαράκι που τον παράτησε ένα χειμωνιάτικο πρωί και τον μαλάκα που δεν εκτίμησε τίποτα.
Μην μπερδεύεστε με εκείνους που γελάνε δυνατά, εκείνους τους αγαπώ, το γέλιο είναι ευτυχία και χαρά και δεν πρέπει να το καταπνίγεις. Το volume όμως της φωνής σου, βρε αδερφέ, προσπάθησε να το χαμηλώσεις, γιατί να μάθω με κάθε λεπτομέρεια όλα σου τα προσωπικά; Μου φτάνουν τα δικά μου τα γκομενικά που δεν έχω. Ο καθένας ζει το δράμα του.
Αυτοί που γελάνε είναι κάτι γαμάτοι τύποι που δε νοιάζονται για τίποτα, είναι πλήρως σταρχιδιστές κι ό,τι θέλουν να πουν θα το πουν, σκοτίστηκαν κιόλας αν ενοχληθούμε. Τσιρίζουν τη σκληρή αλήθεια και την άποψή τους, τους διακατέχει μια διαολεμένη τρέλα κι εκφράζονται δυνατά, χωρίς αυτοπεριορισμούς. Για την ακρίβεια είναι αυτοί που όταν γελάνε, δε γελάνε απλά, αλλά βάζουν όλη τους τη δύναμη κι όλη την ψυχή τους σε αυτά τα χαχανητά, κάτι σαν εκτόνωση.
Αυτούς τους συμπαθώ, ίσως και κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Μ’ αρέσει που είναι ελεύθερα πνεύματα, χρωματιστοί, με τα φωτεινά χαμόγελα και τους σπασμένους φόβους. Καταρχάς, πολλές φορές μας κάνουν κι εμάς να γελάμε με το γέλιο τους, ασυναίσθητα. Το πιο αστείο, δε, στην όλη υπόθεση είναι να παρατηρείς τα διπλανά τραπέζια και να ακούς κάτι γεροντάκια, κάπως γκρινιάρικα, να μουρμουρίζουν «τι διάολο, αβγά τους καθαρίζουν;».
Αυτές είναι οι καλές περιπτώσεις που μπορεί να συναντήσεις, βέβαια. Πάμε τώρα να δούμε τις κάπως εκνευριστικές. Αποφασίζεις, λοιπόν, ένα ωραίο μεσημέρι να κάνεις ένα διάλειμμα απ’ τη δουλειά και να απολαύσεις το καφεδάκι σου σε ένα ωραίο στέκι, ιδανικά κάπου κοντά στη θάλασσα. Όλα καλά μέχρι να τους εντοπίσεις στο χώρο, όχι ότι είναι και δύσκολο.
Μαζεύονται, κάνουν φασαρία, βγάζουν φωτογραφίες, κοιτούν γύρω τους ανά τρίλεπτο να επιβεβαιώσουν ότι τους κοιτούν και τα υπόλοιπα τραπέζια κι αν δεν τους κοιτούν, συνεχίζουν κάνοντας περισσότερη βαβούρα, χαζογελώντας σε καμιά παρατήρηση. Το πιο τραγικό; Συνήθως δεν είναι καν πιτσιρίκια, μάλλον άνω των 30. Υπάρχει κι υποκατηγορία αυτού του είδους, φυσικά. Είναι κι εκείνοι που δεν το κάνουν σκόπιμα, απ’ τη φύση τους αδιάκριτοι κι υπερβολικά εξωστρεφείς, αλλά, βρε αδερφέ, με τη συχνότητα που έχεις πιάσει έχω μάθει μέσα σε μίση ώρα όλα τα οικογενειακά σου, τα επαγγελματικά σου, τι έφαγες χθες το βράδυ, ακόμη και τον ωροσκόπο σου!
Είναι κι εκείνοι, ξέρετε ποιοι, που στην αρχή ξεγελάνε γιατί κάθονται μόνοι τους. Αμ δε που θα κάτσουν ήσυχοι. Αν υπήρχε κλινική αποτοξίνωσης απ’ τον δωρεάν χρόνο ομιλίας του κινητού θα έπρεπε να βρίσκονται εκεί, αλλά επειδή δεν υπάρχει, κυκλοφορούν ανάμεσά μας και πίνουν καφέ στα διπλανά τραπέζια. Το χειρότερο είναι ότι σας ξεγέλασαν όταν τους είδατε μόνους τους στο τραπέζι και σκεφτήκατε να καθίσετε δίπλα τους για να αποφύγετε όλους τους προηγούμενους.
Το κινητό τους χτυπάει αδιάλειπτα κι αυτοί μιλούν δυνατά, γέρνοντας συνεχώς προς το μέρος σας για να βρουν καλύτερο σήμα, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο (σχεδόν απειλητικά) προς το αφτί σας. Εκεί είναι που παλεύουν δύο φωνούλες μέσα μας: Η μία μας λέει «άσε τον άνθρωπο να μιλήσει, μπορεί να το κάνεις κι εσύ ασυναίσθητα αυτό», η άλλη φωνάζει «πάρε το κινητό απ’ το αφτί του, ρίξ’ το μέσα στο ποτήρι με το νερό». Αχ, πόσες φορές έχω φλερτάρει με τη δεύτερη φωνή, αλλά έχω ακούσει τελικά την πρώτη.
Αν συμπάσχετε, λίγη υπομονή, φίλοι μου. Κάποια στιγμή το σύμπαν θα μας αναγνωρίσει το καλό που κάνουμε και δεν τους έχουμε βγάλει ακόμα έξω απ’ το μαγαζί αεροπλανικά. Αν πάλι ανήκετε σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες που προαναφέρθηκαν, να πάτε να μάθετε τρόπους καλής συμπροφοράς, αγαπητοί μου, γιατί κι η δική μας υπομονή έχει όρια κι εξαντλείται.
Ευχαριστώ!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη