Υπάρχουμε κι εμείς που όταν σφίγγουν τα κρύα δεν ντυνόμαστε πιο χοντρά για να βγούμε έξω σαν κρεμμύδια. Βάζουμε την όμορφη ρόμπα μας, τις χριστουγεννιάτικές μας κάλτσες και θρονιαζόμαστε στον καναπέ μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία. Είμαστε αυτοί οι τύποι που παρακαλάμε να ακυρωθεί η Σαββατιάτικη έξοδος για να σαπίσουμε στο σπίτι. Ε, μα πώς να το κάνουμε, ρεαλιστικά, υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων σε αυτό το έργο που λέγεται ζωή, εκείνοι που μπαίνουν στο σπίτι ίσα-ίσα για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες κι εκείνοι που αν μπορούσαν θα κυκλοφορούσαν με το πάπλωμα σαν κάπα υπερήρωα παντού.
Αν είσαι, λοιπόν, κι εσύ σπιτόγατος και προτιμάς να λιώσεις στον καναπέ βλέποντας τις σειρές σου απ’ το να βγεις στις δέκα το βράδυ για ένα γρήγορο ποτάκι –το οποίο σημειωτέον είναι πιο ψέμα κι απ’ τα παιδιά που φέρνει ο πελαργός– μας καταλαβαίνεις. Είμαστε άνθρωποι σταθεροί και συνειδητοποιημένοι. Όταν ξυπνάμε σκεφτόμαστε σε πόσες ώρες θα γυρίσουμε σπίτι να κοιμηθούμε πάλι κι αυτό το λένε «ξέρω τι θέλω απ’ τη ζωή», κυρίες και κύριοι. Στο μεταξύ είμαστε ικανοί να κοιμόμαστε τρία χρόνια, αλλά παρ’ όλα αυτά πάντα θέλουμε να χουζουρεύουμε πέντε 5 λεπτάκια ακόμα.
Στα προσωπικά μας, παίζει να ‘μαστε οι πιο ειλικρινείς και ντόμπροι άνθρωποι, δοτικοί κι όλα τα καλά, όταν έρχεται όμως εκείνη η δύσκολη ώρα που προσπαθούμε να αποφύγουμε τους κολλητούς και την πρότασή στους για έξω –γιατί δε θέλουμε να ξεμυτίσουμε απ’ το κουβερτάκι μας κι επειδή τις κλασικές δικαιολογίες τις έχουμε ξεντινάξει– τους φλομώνουμε στο ψέμα τους καψερούς. Ακόμη δεν έχουμε βρει το κουράγιο να πούμε περήφανα και θαρραλέα ένα Σάββατο βράδυ «Έλα ρε, δεν μπορώ να έρθω απόψε, έχω κανονίσει να πέσω για ύπνο μέχρι τη Δευτέρα».
Δεν είναι ότι είμαστε τίποτα μουντρούχοι και μονόχνοτοι, που μας αρέσει να μένουμε μόνοι μας συνέχεια. Σίγουρα θέλουμε κάποιες φορές να περάσουμε ποιοτικό χρόνο με τον εαυτό μας, αλλά το σπίτι μας είναι πάντα ανοιχτό για φίλους. Λέμε «ναι» σε πιτζάμα πάρτι, σε μαζώξεις με φαγητό, αλκοόλ, ταινίες, επιτραπέζια και φιλοσοφικές συζητήσεις (εντάξει, και συζήτηση για τα γκομενικά μας και σαφώς γκρίνια για τη δουλειά) μέχρι το πρωί, αρκεί να έχουμε την άνεση του χώρου μας.
Κι όταν τα φιλαράκια μας δε μας κάνουν την τιμή, πάλι καλά περνάμε. Αράζουμε στον καναπέ με το κουβεράκι μας, πίνουμε το καυτό τσάι μας, διαβάζουμε το βιβλίο μας ή βλέπουμε καμιά σειρά παραγγέλνοντας πίτσα. Ποιος δε διασκεδάζει έτσι; Έχουμε και την τηλεόραση πάντα ανοιχτή να μας κρατάει συντροφιά απ’ το 2011, γιατί μέσα σε όλη αυτή τη γαλήνη θέλουμε να ακούμε και καμιά φωνή.
Δε ζηλεύουμε τα πάρτι άνιμαλς, ίσα-ίσα, λιγάκι τα λυπόμαστε για την ταλαιπωρία κι απορούμε με τις αντοχές τους. Ορθοστασία, φασαρία, πολύς κόσμος. Πού να τρέχουμε να στριμωχνόμαστε μες στο κρύο ενώ ο καναπές μας είναι βολικός, ζεστός κι αγαπησιάρης και μας περιμένει;
Κι άντε, γιατί δεν είμαστε και τίποτα απόλυτοι, κάνουμε κάποτε την τεράστια υποχώρηση να ετοιμαστούμε και να βγούμε με την παρέα μας. Με γκρίνια φυσικά θα τους ακολουθήσουμε όπου θέλουν να πάμε. Θα παραγγείλουμε το ποτό μας, θα στρωθούμε στο σκαμπό (αν είμαστε τυχεροί και βρούμε) και θα μουρμουρίζουμε «καλά, ωραία είμαστε εδώ, αλλά έξω δεν μπορείς να βάλεις τα πόδια σου στο τραπέζι και να απλωθείς σαν το χταπόδι». Από μέσα μας θα μετράμε αντίστροφα για τη στιγμή που θα μπούμε σπίτι, θα τα πετάξουμε όλα και θα φορέσουμε τις φαρδιές μας πιτζαμούλες.
Είναι κι αυτή η εποχή που είναι υπέρ μας, προκαλεί να της κάνουμε το χατίρι, να κλειδαμπαρωθούμε σπίτια μας και να χαλαρώσουμε. Καλό κι άγιο το καλοκαίρι και τις βολτάρες μας κάναμε και για μπάνια πήγαμε, αλλά αρκετά ήταν, χορτάσαμε τόσο έξω. Τώρα είναι καιρός για κούρνιασμα στον καναπέ, αγκαλιές και ζεστή σοκολάτα δίπλα στο τζάκι.
Δεν είναι μίζερο να ‘σαι σπιτόγατος ούτε κι υπερβολικό να ‘σαι πάρτι άνιμαλ, ο καθένας ξέρει πώς περνάει καλύτερα. Σίγουρα, όλα θέλουν ένα μέτρο, αλλά παραδεχτείτε πως αυτή η εποχή, που φωνάζει χουχούλιασμα, μας ταιριάζει καλύτερα. Θα στηρίζουμε λιώσιμο και τη βόλτα απ’ τον καναπέ στο κρεβάτι για μία ζωή!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη