Γιατί πληρώνουν οι άλλοι τα σπασμένα σου; Γιατί επιστρέφω τις συμπεριφορές σου; Μαζί με εσένα έχασα κι έμενα. Δεν έχω ευαισθησίες, δεν κάνω όνειρα, δε δένομαι, χρησιμοποιώ τους ανθρώπους για να πάρω αυτό που θέλω και μετά τους αδειάζω σαν άχρηστο περιτύλιγμα. Δεν αφήνω κανέναν να μπει στη ζωή μου, αυτήν την πόρτα την έκλεισες εσύ φεύγοντας, άλλωστε.
Πιστεύω με σιγουριά πια πως όλοι θα μου φερθούν όπως εσύ. Σαν εσένα που έφυγες ξαφνικά φροντίζοντας να αφήσεις πίσω σου αναρίθμητα «γιατί». Γιατί έφυγες κι ακόμα χειρότερα, γιατί σου ήταν τόσο εύκολο να φύγεις; Ποιος κοιμόταν δίπλα μου τόσο καιρό;
Οι ανασφάλειες έκαναν κάθε βράδυ γιορτή με ειδική λίστα καλεσμένων, φυσικά. Η αβεβαιότητα, η θλίψη κι ο πόνος σε πρώτο τραπέζι. Από παιδί θυμάμαι να με πληγώνει η αδικία, όπως την αντιλαμβανόμουν ανάλογα με την ηλικία μου. Αφού λοιπόν σε θρήνησα, σε έκλαψα κι αποδέχτηκα τα νέα δεδομένα, επέλεξα να προχωρήσω σε κάτι νέο, ίσως να με επέλεξε κι εκείνο, δεν ξέρω.
Όταν ανήκεις και πάλι στον κόσμο των singles είναι σαν να το καταλαβαίνουν όλοι, σαν να το μυρίζουν στον αέρα και τρέχουν σαν αρπακτικά. Αυτή η περίοδος ίσως ήταν χειρότερη από εκείνη της συνειδητοποίησης της απώλειας. Χαμένη, μπερδεμένη κι αβέβαιη για τα πάντα. Πέρασαν διάφοροι χαρακτήρες, άλλοι ήθελαν να κάνουν ένα πέρασμα, άλλοι ήθελαν να μείνουν κι άλλοι πέρασαν και δεν ακούμπησαν.
Δεν ξεχώρισα κανέναν τους, για εμένα ήταν όλοι ίδιοι κι απαράλλαχτοι. Με τους περαστικούς είχα μια σχέση «δούναι και λαβείν», ήταν ένα είδος ιδιωτικής συμφωνίας. Δεν υπήρχαν απαιτήσεις κι ανταλλάγματα. Με εκείνους πάλι που ήθελαν να μείνουν κάτι παραπάνω από μια νύχτα, φέρθηκα αψυχολόγητα.
Μπορεί να ξεπέρασα το χωρισμό μας, όχι όμως και τα άσχημα συναισθήματα που μου άφησες κληρονομιά. Το χειρότερο είναι πως ένας χωρισμός μας χτυπάει στη φιλαρέσκεια. Και καλύτερα να χτυπούσες κοιμισμένο λιοντάρι, παρά αυτό. Όταν πια κατάλαβα τη δύναμη και την εξουσία που είχα πάνω σε άλλους, που με έκαναν να αισθάνομαι ποθητή κι ελκυστική, έγινα ακριβώς αυτό που σιχαινόμουν, έγινα εσύ. Έθετα όρια εξ αρχής, τύπου «εγώ θέλω αυτό κι αυτό, αλλιώς δεν υπάρχει λόγος να του κουράζουμε».
Ήθελα μια σχέση δεκανίκι, έναν άνθρωπο-πατερίτσα. Όχι στήριγμα. Δεν είναι λίγοι που γουστάρουν τα ζόρια, οπότε δεν ήταν δύσκολο βρω κάποιον να τον χρησιμοποιήσω για να με σηκώσει απ’ το υπόγειο του χωρισμού κι ύστερα να τον διαγράψω, όπως ακριβώς έκανες εσύ, χωρίς εξηγήσεις.
Μέχρι που τα απομεινάρια του καλού μου εαυτού με σκούντηξαν. Ρε, είμαι με τα καλά μου; Τι είναι αυτά που κάνω; Τι το πέρασα; Οι άνθρωποι δεν είναι μαριονέτες. Δεν είναι playmobil, δεν είναι από πλαστικό. Πονάνε. Στα αλήθεια πληγώνονται. Πονάνε πραγματικά κάθε φορά που εγώ συμπεριφέρομαι όσο σκατένια μου συμπεριφέρθηκε το παρελθόν μου για να νιώσω εγώ καλά.
Κι ακριβώς επειδή βλέπω ότι ο άλλος αντέχει, το συνεχίζω, τεντώνοντας το σκοινί κι ας ξέρω εκ των προτέρων πως θα σπάσει. Αυτό τώρα δεν είναι εγκληματικό; Και τι με κάνει να διαφέρω απ’ αυτόν που με πλήγωσε όταν γίνομαι ίδια με αυτή τη συμπεριφορά;
Αρκεί που νιώθω η αρχηγός του παιχνιδιού έστω για λίγο. Και δε σκέφτηκα ποτέ πόση προσπάθεια καταβάλλει για μένα αυτός που προσπαθεί να με κάνει να γελάσω και να αισθανθώ καλά. Δε σκέφτηκα ποτέ ότι πίσω από ένα χαμόγελό του κρύβεται η άφατη χαρά να του το ανταποδώσω.
Απ’ τη μία είμαι πεπεισμένη ότι θα μου φερθείς όπως το σκάρτο παρελθόν μου, απ’ την άλλη ασυναίσθητα σου κάνω το ίδιο. Να σου πω κάτι όμως; Μου αρέσεις, αλλιώς δε θα έμπαινα στον κόπο να σε κοιτάξω καν. Μπορεί να είσαι καλός, δοτικός, αληθινός, έχεις όμως ένα μειονέκτημα. Δεν είσαι αυτός που θα ήθελα να είναι δίπλα μου, αυτός που θα ήθελα να μου μιλάει για πράγματα απλά και καθημερινά, να ενδιαφέρεται για τη ζωή και την καθημερινότητά μου. Πολύ απλά, δεν είσαι αυτός Και δε θα μπορέσεις ποτέ να γίνεις. Όχι τουλάχιστον μέχρι να τον ξεπεράσω.
Για μένα θα είσαι πάντα ο άλλος. Αυτός είναι, άλλωστε, κι ο φυσικός κύκλος της ζωής. Δεν υπάρχουν απαντήσεις ή εναλλακτικές λύσεις, πάντα γινόταν και πάντα θα γίνεται: «το απωθημένο μας καψούρα κάποιου άλλου και το αντίστροφο».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη