Σε κάθε συναναστροφή δίνεις κι ένα κομμάτι σου. Σε σχέσεις που αποσκοπούν μόνο σε σωματική επαφή, μοιράζεσαι το τμήμα του εαυτού σου που γουστάρει το βιαστικό, το γρήγορο. Αυτόν που δεν κοιτάζει μακροπρόθεσμα, κάνει αυτό που του υπαγορεύει η στιγμή κι αφήνει την υπερανάλυση στην άκρη. Μοιράζεσαι και σ’ αυτές τις συναναστροφές κι ας μην το καταλαβαίνεις.
Κι αν μιλάμε για μοίρασμα σε επαφές που αφορούν κυρίως ανταλλαγή σωματικών υγρών, σκέψου το δώσιμο που υπάρχει στις άλλες σχέσεις, τις πιο ουσιαστικές. Εκεί δίνεις άλλα κομμάτια σου. Κομμάτια που αφορούν περισσότερο το μέσα σου και λιγότερο το περιτύλιγμα. Εκεί μοιράζεσαι τη συνήθειά σου να κοιμάσαι με το ένα πόδι εκτός κουβέρτας και το άλλο εντός, το χούι σου να διαβάζεις με τα πόδια ψηλά, ακουμπισμένα στον τοίχο και τον ξαφνικό φόβο που σε πιάνει ορισμένα βράδια γι’ αυτούς που αγαπάς.
Υπάρχει όμως, ένα είδος σχέσης στην οποία δε δίνεις τίποτα από σένα. Κρατάς εγωιστικά τα τμήματα του εαυτού σου που απέμειναν και αρνείσαι να φανερώσεις άλλα. Είναι η σχέση στην οποία προχωράς με το ζόρι, γιατί το λένε οι άλλοι. Η σχέση που εκβιάζεις να σου βγει σωστή, ενώ μέσα σου κρατάς ζωντανή μια προηγούμενη κατάσταση.
Δεν το παραδέχεσαι σε κανέναν -τουλάχιστον όχι νηφάλιος-, αλλά δεν έχεις προχωρήσει. Δεν έχεις εξελιχθεί, παραμένεις στάσιμος, βαλτώνεις. Έχεις μείνει στο ίδιο σημείο, έχεις δημιουργήσει ένα μαυσωλείο αναμνήσεων και δεν έχεις καμία όρεξη να την κάνεις από εκεί. Αφήνεις τις αναμνήσεις να πηγαινοέρχονται ανενόχλητες και να σ’ αιφνιδιάζουν όποτε θέλουν. Κι εκεί που πίνεις αδιάφορα τον καφέ σου στο μπαλκόνι, περνάει αμάξι με δυνατή μουσική και το μυαλό σου γεμίζει εικόνες. Ξεθωριασμένες και πολυκαιρισμένες, σαν αυτές που κρατάς χρόνια τώρα στα άλμπουμ φωτογραφιών σου κι έχουν πιάσει σκόνη. Ζεις τις παραισθήσεις σου καθημερινά και παίζουν σ’ επανάληψη το πρώτο φιλί, η πρώτη μέρα συγκατοίκησης, το πρώτο κλάμα.
Συντηρείς με ναφθαλίνη στιγμές και συζητήσεις, ξαναδιαβάζεις μηνύματα, γράμματα και σημειωματάκια, γιατί τα καταραμένα τα γραπτά μένουν, κι ύστερα κουνάς το κεφάλι σου πέρα δώθε για να διώξεις τις σκέψεις –λες και οι σκέψεις είναι μύγα ενοχλητική που κουνώντας το χεράκι σου θα σ’ αφήσει και θα φύγει.
Και πειθήνια ακολουθείς αυτά που σου λένε οι φίλοι και βρίσκεις κάτι νέο, γιατί λέει ο έρωτας με έρωτα περνάει. Σπρώχνεις όπως όπως και μανιωδώς κάθε απομεινάρι του παλιού σε κάποια γωνιά του μυαλού σου, με τον ίδιο τρόπο που στοιβάζεις τα σκουπιδάκια κάτω απ’ το χαλί και παίρνεις με τη σκούπα όσα βλέπει η πεθερά. Και κάνεις χώρο στη ζωή και στο μυαλό σου γι’ αυτό το νέο που περιμένεις πώς και πώς να σε συναρπάσει –μόνο που αγνοείς ότι τα συναρπαστικά εκνευρίζονται από το διαθέσιμο χώρο που βλέπουν. Το θυελλώδες δεν περιμένει πότε θα το καλωσορίσει η αφεντιά σου, μπαίνει στο χώρο σου και οργιάζει.
Κι αυτό το νέο έρχεται (ή μάλλον το αρπάζεις) και το φουσκώνεις, το φουσκώνεις, να γεμίσει το μυαλό σου, να μη χωρά τίποτα άλλο. Μόνο που κομμάτια σου, δεν έχεις να του δώσεις. Κι αν δεν έχεις να δώσεις τον εαυτό σου, κάποια στιγμή, φούσκα είναι και θα σκάσει. Όσο ελπιδοφόρο κι αν φαίνεται το νέο αίσθημα, δε θα μάθει ποτέ ότι διαβάζεις με τα πόδια στον τοίχο, αν εσύ ελπίζεις ακόμη να γυρίσει αυτός που το ξέρει ήδη. Θέλει κόπο και θάρρος να δείξεις ξανά τον εαυτό σου απ’ την αρχή σε νέα μάτια, μάτια που θα σε κοιτάξουν εξεταστικά και θα είσαι άγνωστος τόπος γι’ αυτά. Θέλει προσπάθεια, κούραση, χτίσιμο απ’ την αρχή. Κι αν κουράζεσαι μόνο στη σκέψη, θα σου πρότεινα ν’ αφήσεις τους φίλους να λένε ό,τι θέλουν. Άσε τους νέους έρωτες και ζήσε με τα φαντάσματά σου. Χρειάζεται κι αυτό καμιά φορά.
Βγάλε τα σκουπιδάκια που έκρυψες πολύ διακριτικά κάτω απ’ το χαλί και σκόρπισέ τα στο πάτωμα. Χόρεψε μέσα τους, πάτησέ τα, άγγιξέ τα. Κι ύστερα, αφού έχεις τελειώσει μαζί τους σκούπισέ τα μια και καλή. Να δεις πώς θα λάμψει ο τόπος.