Το μοναδικό μέρος στο οποίο μπορείς να κάνεις πραγματικά ό,τι θέλεις, χωρίς περιορισμούς, ενδοιασμούς και κανόνες είναι το μυαλό σου. Πόσο γοητευτική αυτή η σκέψη. Μπορείς να γίνεις πρωταγωνιστής σε ταινία, πρωταθλητής στο ποδόσφαιρο ή ηθοποιός, όλα κυριολεκτικά εν μια νυκτί. Και φυσικά, στη σκέψου σου μπορείς να έχεις όποιον θέλεις.
Στο δικό σου μυαλό μπορείς να φέρνεις όποιον θέλεις και να κάνετε ό,τι γουστάρεις. Κι ας είναι κάπως επικίνδυνο αυτό. Τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν αισθητά όταν αυτός ο κάποιος είναι η πρώτη σου σκέψη μόλις ανοίγεις τα μάτια σου και η τελευταία πριν τα κλείσεις. Και συνήθως, αν είναι η τελευταία πριν τα κλείσεις, τον βλέπεις και στον ύπνο σου. Δηλαδή καμιά σωτηρία.
Ξυπνάς κι έρχεται αμέσως στο μυαλό σου αυτό που αγαπάς λίγο περισσότερο πάνω στον άλλον. Συνήθης ύποπτος το χαμόγελο. Ίσως τα μάτια. Μπορεί και ο τρόπος που σε άγγιξε την τελευταία φορά που βρεθήκατε. Μπορεί να ήταν τυχαίο άγγιγμα, μπορεί να ήταν άγγιγμα με διάρκεια, απαλό ή έντονο, δεν έχει καμιά σημασία. Όλα καίνε το δέρμα με τον ίδιο τρόπο αν προέρχονται απ’ το πρόσωπο που σκέφτεσαι.
Ακόμα και τώρα που διαβάζεις αυτές τις γραμμές, με κάποιον περίεργο τρόπο, όλες αυτές οι λέξεις σχηματίζουν μόνο ένα πρόσωπο στο μυαλό σου. Και είναι αυτό ακριβώς το πρόσωπο που τα βράδια σε κάνει να μένεις άυπνος και σε βάζει άθελά του στη θέση του σεναριογράφου. Είναι αυτό ακριβώς το πρόσωπο που θέλεις να σου ανήκει και να του ανήκεις κι εσύ. Αυτό το πρόσωπο με το διαφορετικό βλέμμα, το χαρακτηριστικό χαμόγελο και το βάδισμα που θα ξεχώριζες εύκολα μέσα σε μια γεμάτη πλατεία Συντάγματος και μια φίσκα πλατεία Αριστοτέλους μαζί.
Η σκέψη που κάνεις μόλις ανοίγεις τα μάτια σου είναι η πιο μεγάλη σου ανάγκη. Μπορεί να πεινάς, να κατουριέσαι και να διψάς ταυτόχρονα όταν ξυπνάς, αλλά αυτά είναι φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού που γίνονται αυτόματα, χωρίς σκέψη.
Και κάπως έτσι, αυτόματα, σηκώνεσαι μια μέρα κι όλα είναι κάπως διαφορετικά. Πεινάς, κατουριέσαι και διψάς, έχοντας το χαμόγελο του μαστουρωμένου κολλημένο στη μάπα σου και κάποιον άλλον κολλημένο στο μυαλό σου.
Ξαφνικά οι ανάγκες μεταφέρθηκαν στο συν ένα και το χειρότερο είναι ότι αυτό το συν ένα δεν είναι καν σωματική ανάγκη που κάπως ανακουφίζεται. Είναι ανάγκη πνευματική και τις ανάγκες αυτές δεν μπορείς να τις ανακουφίσεις εύκολα. Πώς θα ανακουφίσεις το μυαλό σου από τη σφήνα ενός έξυπνου διαλόγου, από την αγκαλιά που κράτησε λίγο παραπάνω, από το χέρι που άγγιξε τον ώμο σου;
Κάπως καλύτερα (ή χειρότερα, αναλόγως την ερμηνεία) είναι τα πράγματα λίγο πριν κοιμηθείς. Γιατί εκεί είσαι ολομόναχος και δε χρειάζεται να κρύψεις το χαμόγελο που βγαίνει αυθόρμητα στη συγκεκριμένη σκέψη, εκεί μπορείς να καρφώνεις με τα μάτια σου το κενό για όση ώρα θέλεις και να ταξιδεύεις χιλιόμετρα μακριά. Ακόμα κι αν είσαι αγχωμένος, απογοητευμένος ή κουρασμένος, όταν ο συγκεκριμένος άνθρωπος εμφανιστεί στο μυαλό σου, οι χτύποι της καρδιάς σου ηρεμούν, όλα μοιάζουν καλύτερα και γίνεσαι αυτόματα πιο αισιόδοξος.
Και φυσικά, έτσι καταλαβαίνεις ποιον θέλεις να έχεις δίπλα σου. Γιατί όλα τα αδιάφορα και περαστικά που μοιάζουν ενθουσιασμοί, μπορεί να σε ξεγελούν περιστασιακά, αλλά το μυαλό δε λαθεύει τόσο εύκολα. Θα τα σκεφτείς συγκεκριμένες ώρες της μέρας, όταν βαριέσαι ή όταν κάτι στα θυμίζει, αλλά για να τα βγάλεις πέρα καθημερινά χρειάζεσαι συγκεκριμένα άτομα. Ο οργανισμός σου ξέρει τι χρειάζεσαι για να επιβιώσεις, ξέρει τι να προβάλλει στον εγκέφαλό σου όταν είσαι έτοιμος να κλατάρεις.
Γι’ αυτό να είσαι σίγουρος ότι η πρώτη και η τελευταία σκέψη της ημέρας ξεχωρίζουν από όλες τις άλλες. Έχουν διαφορετικό νόημα. Είναι ανάγκες. Κι αν κάτι σου είναι αναγκαίο, πάει να πει πως το χρειάζεσαι. Κι αν κάτι το χρειάζεσαι, πάει να πει πως του ανήκεις. Και, αν και είμαι σίγουρη πως πια το έχεις καταλάβει, είναι πολύ όμορφο πράγμα το να ανήκεις.