Κάποιοι ίσως το πουν υποκρισία, κάποιοι θα το ονομάσουν διπροσωπία και κάποιοι άλλοι θα το πουν απλώς ψώνιο. Η αλήθεια είναι ότι είμαι πιο έξυπνη απ’ όσο σ’ αφήνω να νομίζεις.
Μη με παρεξηγείς, σε καμιά περίπτωση δεν το παίζω χαζογκόμενα. Δεν κακαρίζω στα καλά του καθουμένου, δε γελάω με τα αστειάκια σου όταν δεν είναι αστεία, ούτε ισχυρίζομαι φωναχτά ότι ο μόνος προβληματισμός μου είναι πότε θα κάνω νύχια και μαλλιά.
Απλώς να, κάποιες φορές κάνω πως δεν καταλαβαίνω. Κάνω πως δεν καταλαβαίνω την ανάγκη σου να γεμίσεις με ηλίθιες ατάκες τη σιωπή όταν νιώθεις πως δένεσαι. Είναι εκείνες οι στιγμές μετά το φιλί που νιώθεις μουδιασμένος και ζωντανός ταυτόχρονα, που καταλαβαίνεις ότι όλο αυτό δεν είναι σαν τα ασφαλή παιχνιδάκια στα οποία συνήθισες τον εαυτό σου τόσο καιρό.
Γιατί ναι, συνήθισες τον εαυτό σου στα απλά. Βολεύτηκες, έγινες μαλθακός κι ας πιστεύεις ότι το «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε» σ’ έκανε άτρωτο. Προτίμησες να ζεις την ίδια ανούσια μέρα ξανά και ξανά, απλώς με διαφορετικά πρόσωπα. Το ίδιο εργάκι σε επανάληψη για χρόνια τώρα, με πρόσωπα πάντα στο ρόλο του κομπάρσου και ποτέ σε ρόλο πρωταγωνιστικό. Και μέρα με τη μέρα, εργάκι το εργάκι, συνήθισες να μη νοιάζεσαι. Να βγάζεις ανθρώπους από τη ζωή σου με ευκολία γιατί ποτέ δεν τους έβαλες σ΄αυτή πραγματικά. Συνήθισες ν’ απομονώνεσαι.
Κι ενώ ό,τι μεγαλώνει στη μοναξιά γίνεται άγριο, εσύ με κάποιον τρόπο φόρεσες μόνο την ταμπέλα της σκληράδας. Προσπαθείς μονίμως να τρομάξεις τους άλλους με το ρεαλισμό σου, να τους απομακρύνεις και να τους αποθαρρύνεις, αλλά στα δικά μου μάτια μοιάζεις με το χαριτωμένο σκυλάκι του γείτονα, που γαβγίζει σαν τρελό και δε δαγκώνει ποτέ. Αλλά κάνω πως δεν καταλαβαίνω. Κάνω πως μαζεύομαι, κάνω πως οι αγριάδες σου πιάνουν τόπο, γιατί αν καταλάβεις πόσα ξέρω θα τρομάξεις περισσότερο.
Τις στιγμές που καταλαβαίνεις ότι σε ξεβόλεψα, που καταφέρνω να τρυπώσω σε μέρη που έχεις απαγορεύσει την είσοδο κι έχεις κηρύξει εδώ και καιρό διατηρητέα, τις γεμίζεις με αστειάκια, πειράγματα κι ατάκες –οτιδήποτε περνά απ’ το χέρι σου για να μην πιάσω στον αέρα τα όποια ψήγματα συναισθηματισμού ξέφυγαν από τον αυστηρό σου αυτοέλεγχο.
Κάνω πως δεν καταλαβαίνω τις φρίκες που τρως όταν συνειδητοποιείς ότι μπορώ να ελέγξω σε κάποιο μικρό βαθμό την ψυχολογία σου. Ότι μπορώ να είμαι υπεύθυνη για το χαμόγελο που έσκασες σήμερα στη δουλειά ή για τα νεύρα με τα οποία σηκώθηκες απ΄ το κρεβάτι.
Κάνω πως δεν έχω ιδέα για τα αντιδραστικά σου ξεσπάσματα όταν αντιλαμβάνεσαι ότι πας να αφεθείς και ότι για στιγμές δεν μπορείς να κοντρολάρεις τον εαυτό σου. Ότι δε γνωρίζω για τις ώρες που επίτηδες με απομακρύνεις, οι οποίες όλως τυχαίως είναι λίγο αφότου μου έχεις ανοιχτεί και μου έχεις εμπιστευθεί κάτι δικό σου. Κι ακριβώς επειδή τις στιγμές εκείνες αγχώνεσαι που κάποιος βλέπει πέρα από το επιτρεπόμενο όριο και χρειάζεσαι το χώρο σου για να το συνειδητοποιήσεις, κάνω κι εγώ τη θιγμένη και τάχα μου απομακρύνομαι, ενώ στην πραγματικότητα θα χρειαστεί κάτι παραπάνω από δυο απότομες κουβέντες για να με διώξεις.
Σ’ αφήνω να νομίζεις ότι με κρατάς σε απόσταση, ενώ στην ουσία σου παραχωρώ οικειοθελώς το χώρο που χρειάζεσαι για να συνειδητοποιήσεις ότι δεθήκαμε επικίνδυνα παραπάνω απ’ όσο υπολόγιζες. Και σ’ αφήνω να θεωρείς ότι εσύ με κάνεις πέρα, γιατί για κάποιο μαζοχιστικό λόγο που αδυνατώ να καταλάβω, έχεις ανάγκη να είσαι ο κακός της υπόθεσης, ο δήθεν αναίσθητος. Κι αφού αυτό έχεις ανάγκη για να νιώθεις πιο ισχυρός, για να θεωρείς ότι είσαι ασφαλής, σ’ αφήνω να το κάνεις.
Κάνω πως δε βλέπω την πάλη με τον εαυτό σου. Πως δεν καταλαβαίνω ότι κρύβεις μέσα σου δυο ανθρώπους. Έναν που έχει απίστευτη ανάγκη ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί, κι έναν άλλον που φοβάται ότι θ’ αποτύχουμε. Έναν που ενδόμυχα εύχεται να μην τα παρατήσω κι έναν άλλον που προσπαθεί να με κάνει να λακίσω. Μας σαμποτάρεις επίτηδες, την ίδια στιγμή που εύχεσαι να τα καταφέρουμε, κι αυτό, εκτός του ότι είναι το πιο κυκλοθυμικό πράγμα που έχω δει στη ζωή μου, είναι ο τρόπος σου να αμύνεσαι για να διαφυλάξεις ό,τι θεωρείς πως μπορώ να καταστρέψω.
Εγώ όμως, δεν καταλαβαίνω τίποτα από αυτά. Και αύριο, μετά το φιλί, θα πετάξω εγώ την αστεία ατάκα του ξενερώματος. Γιατί όταν θέλεις να βρεις τον ίδιο ρυθμό με κάποιον που δεν μπορεί να τρέξει στις ταχύτητές σου, ρίχνεις εσύ τους ρυθμούς σου. Άσε που, ποιος κατάφερε ν’ αγνοήσει τον έρωτα για να τo κάνεις εσύ;