Μετά από χρόνια σκέψης και παρατήρησης, έχω καταλήξει σ’ ένα συμπέρασμα που δεν μπορεί (και δε δέχομαι) ν’ αμφισβητήσει κανείς. Τα παιδιά που έχουν γεννηθεί καλοκαίρι είναι και γαμώ. Είμαστε πολλοί, δεν είμαστε καλά και κατουράμε όλα τα παιδιά του χειμώνα. Και πριν βιαστείς εσύ, κρύο παιδί του Δεκέμβρη, να βγάλεις χολή ξεκινώ να επιχειρηματολογώ, γιατί φυσικά και δε λέμε τίποτα στον αέρα.
Εμείς του καλοκαιριού, είμαστε άνθρωποι ευδιάθετοι και χαμογελαστοί. Έχουμε πλατύ χαμόγελο, μεγάλη καρδιά και χείλια ποτισμένα απ’ την αλμύρα της θάλασσας. Το παιχνίδι είναι πάντα στο μυαλό μας, αφού είμαστε πάντα έτοιμοι για κρυφτό σε κάποια γειτονιά, για ποδήλατο, για μακροβούτι.
Είμαστε και γαμώ τα παιδιά, γιατί είναι πρακτικά αδύνατο να είσαι στενοχωρημένος, όταν μες στην καρδιά του καλοκαιριού που δεν έχεις υποχρεώσεις, σου παίρνουν δώρα επειδή απλώς υπάρχεις κι έχεις ταυτόχρονα στη διάθεσή σου παγωτά, θάλασσα, μοχίτο και μαυρισμένο σώμα. Πόση ευτυχία ν’ αντέξει ένας άνθρωπος;
Είμαστε ζεστοί άνθρωποι, γιατί όποιος γεννιέται στη ζέστη, είναι ποτισμένος μ’ αυτή και δεν μπορεί να έχει κρύο στην καρδιά του και ξινίλα στη φάτσα του. Ξέρουμε από μπουγέλα, ξέρουμε από νυχτοπερπατήματα και φυσικά από έρωτες του καλοκαιριού. Ξέρουμε τι θα πει εφήμερο, γιατί προσπαθούμε μέσα σε τρεις μήνες μαξ, να χωρέσουμε όλη την τρέλα και την ελευθερία που θα μας λείψει το χειμώνα.
Ζούμε για τα πάρτυ στην παραλία, είτε στο μπιτσόμπαρο με το κοκτέιλ στο χέρι, είτε στην αμμουδιά με κιθαρίτσα και φωτιά. Από τα πρώτα πράγματα που μάθαμε ήταν να κλέβουμε τα σύκα του γείτονα και να τρέχουμε ξυπόλυτα στα πλακάκια με τις μανάδες από πίσω να μας κυνηγάνε με τις παντόφλες. Πού μας χάνεις πού μας βρίσκεις, είμαστε κάπου πασαλειμμένοι με ζουμιά από καρπούζια και παίζουμε τάβλι, φωνάζοντας και γελώντας δυνατά.
Γιατί ναι, παιδί του καλοκαιριού και ήσυχο, δε γίνεται. Είμαστε εκείνα τα σπαστικά παιδάκια που έτρεχαν γύρω γύρω στις ταβέρνες ουρλιάζοντας και σαρώντας ξύλινες καρέκλες με ψάθα στο πέρασμά τους. Είμαστε εκείνα τα σπαστικά με το άσπρο αντηλιακό στη μάπα και το αλάτι στα μαλλιά που σκίζαμε το πλαστικό τραπεζομάντιλο στο τραπέζι και κάναμε ποτά-αηδία στα ποτήρια μας με νερό, παπάρα από ψωμάκι και λίγη χωριάτικη. Θα μου πεις, αυτό το κάνουν όλα τα παιδάκια και θα σου απαντήσω ότι εμείς γεννηθήκαμε σ’ αυτήν την τρέλα.
Είμαστε εκείνα τα παιδιά που επειδή ακριβώς ξέρουν από εφήμερο και τρέλα, το έσκαγαν αργά τα βράδια απ’ το χαρακτηριστικά παντζούρια στο σπίτι του χωριού για να συναντήσουν τον έρωτα της σεζόν που θα τον ξαναδουν του χρόνου. Για να δώσουν ένα πεταχτό φιλί με γεύση κεράσι και να γυρίσουν τρέχοντας σπίτι με την ψυχή στα πόδια.
Είμαστε τύποι φευγάτοι, γιατί έχουμε γεννηθεί στην εποχή του ταξιδιού. Μάθαμε από μικρά να πακετάρουμε στα γρήγορα και να την κάνουμε γι’ άλλη γη, γι’ άλλα μέρη. Ξέρουμε να χρησιμοποιούμε όλα τα μέσα μεταφοράς, μαζικής και μη, κι άπαξ κι έρθει το καλοκαίρι, μη μας είδατε. Ούτε το σπίτι μας δε μας βλέπει.
Κι αν ακόμη φέρνεις αντιρρήσεις, πάω στοίχημα ότι πολύ θα ‘θελες ν’ αλλάξεις ημερομηνία γέννησης με τη δική μου.