Δεν ανοίγεσαι εύκολα. Μιλάς πολύ, κάνεις χαβαλέ, μπορεί να είσαι πάντα η ψυχή της παρέας. Αλλά στο τέλος της ημέρας, παρά την τόση φλυαρία, δεν ξέρει κανείς κάτι παραπάνω για σένα. Κάτι ουσιαστικό, κάτι πραγματικά σημαντικό, κάτι που σε έκανε τον άνθρωπο που είσαι σήμερα. Γιατί αυτά είναι τα σημαντικά, αυτά που σε διαμορφώνουν.
Δεν είναι ότι το κάνεις επίτηδες ή λόγω κάποιας ιδεολογίας. Δεν είσαι από αυτούς που δηλώνουν τάχα επαναστατικά ότι «δεν ανοίγομαι εύκολα» και στο δεκάλεπτο έχεις μάθει τι πέρασαν τον τελευταίο χρόνο της ζωής τους. Έτσι σε έκαναν οι συνθήκες. Έγινες έτσι χωρίς να το καταλάβεις.
Κάποιες φορές θέλεις να το αλλάξεις. Εύχεσαι να ήσουν πιο ανοιχτός, να μπορούσες να εμπιστευτείς ευκολότερα. Γιατί; Κάνει μοναξιά στην κλεισούρα ρε. Όσα δε μοιράζεσαι τα κουβαλάς μέσα σου μόνος. Κι ενώ είναι πολύ δύσκολο να σηκώσεις τόσα βάρη χωρίς βοήθεια, εσένα σου φαίνεται ακόμα δυσκολότερο να τ’ ανοίξεις το ρημάδι και να πεις δυο κουβέντες στο διπλανό σου. Στον προσεκτικά επιλεγμένο διπλανό σου.
Κάθε που πας να μιλήσεις κολλάνε οι λέξεις στο λαρύγγι σου και δε βγαίνουν. Κόμπος στο λαιμό, σφίξιμο στο στομάχι και δεύτερες σκέψεις στο κεφάλι σου. «Δε θα καταλάβει» και «πώς να εξηγήσω;» είναι μόνο δύο από αυτές. Γι’ αυτό και μένεις σιωπηλός τις στιγμές που χρειάζεσαι μια φωνή περισσότερο από ποτέ. Μένεις σιωπηλός και κρατάς φόβους και σκέψεις μέσα σου ενώ όλη μέρα κελαηδούσες για πράγματα ασήμαντα, πράγματα που μπορούν να ξεχαστούν στο δεκάλεπτο μετά την κουβέντα.
Τις ελάχιστες βαθιές κουβέντες σου τις έχεις κάνει σε ήρεμα, σχεδόν αδιάφορα μέρη. Σε μια αποβάθρα, σ’ ένα πεζούλι. Συνήθως όμως σε παγκάκια. Κάποιες συζητήσεις χρειάστηκαν αλκοόλ για να μην πονέσουν πολύ και σε άλλες έπρεπε να παραμείνεις νηφάλιος για να θυμάσαι καθαρά κάθε στιγμή τους. Μερικές κουβέντες έγιναν καταμεσήμερο μέσα στην πολυκοσμία και άλλες έγιναν στην απόλυτη ερημιά, αργά το βράδυ ή ένα χάραμα. Εξαρτάται από το πότε ένιωσες περισσότερη ασφάλεια.
Σ΄ένα παγκάκι θα μιλήσεις ευκολότερα γιατί δε χρειάζεται να κοιτάξεις τον άλλον στα μάτια. Βολικό ε; Θα κάτσεις και θα μαζέψεις τα πόδια σου πάνω σε μια μάταιη προσπάθεια να προστατέψεις τον εαυτό σου απ’ την αλήθεια που πρόκειται να ξεστομίσεις. Θα κοιτάξεις ευθεία χωρίς να εστιάζεις κάπου συγκεκριμένα, ίσως παίξεις αμήχανα με τα χέρια σου, ίσως καταλήξεις να κοιτάζεις τα πόδια σου. Σίγουρα πάντως δε θα κοιτάξεις το πρόσωπο του συνομιλητή σου.
Και μπορεί να βρεθούν πολλοί που θα διαφωνήσουν και θα υποστηρίξουν ότι το καλό σ’ αυτές τις κουβέντες είναι ότι μπορείς να δεις τις αντιδράσεις του άλλου. Και πολύ καλά θα κάνουν. Μόνο που είμαστε και κάποιοι που έχουμε έτσι κι αλλιώς πρόβλημα στο να εκδηλωνόμαστε, κι ένα ζευγάρι μάτια που μας κοιτάζουν εξεταστικά και με περιέργεια, δε βοηθά ιδιαιτέρως.
Κι επειδή οι βαθιές κουβέντες σου είναι μετρημένες, να ξέρεις από τώρα ότι το παγκάκι αυτό στο οποίο θ’ αποφασίσεις ν’ ανοιχτείς, πάντα θα σου θυμίζει κάτι. Μπορεί οι σχέσεις σου με τον άνθρωπο που ήσουν εκεί να πάρουν χιλιάδες διαφορετικές μορφές, μπορεί ακόμα και να καταστραφουν εντελώς. Κάθε φορά που θα περνάς απ’ το συγκεκριμένο παγκάκι όμως, θα θυμάσαι ότι κάποτε κάποιον εμπιστεύτηκες και σε βοήθησε να σηκώσεις κάποιο βάρος. Έστω και προσωρινά.