Μιλάμε, μιλάμε καθημερινά και πολύ, στη δουλειά, στο τηλέφωνο, στο σκαιπ, στο βάιμπερ, στην ουρά του σούπερ μάρκετ, στον ύπνο μας. Μιλάμε στο όρθιο, στο καθιστό, την ώρα του σεξ και την ώρα που πρέπει να σκάσουμε.
Τι έχουμε άραγε να πούμε που χρειάζεται τόση ανάλυση, τόση επεξήγηση και τέτοιο προβληματισμό; Τι είναι αυτό για το οποίο συζητάμε συνεχώς κι αδιαλείπτως, χωρίς φόβους έκθεσης και κομπιάσματα;
Τίποτα. Ω ναι. Έχουμε μεγάλο ταλέντο στο να μιλάμε τρεις συνεχόμενες ώρες με τον άλλον και να μην του έχουμε πει τίποτα σημαντικό, τίποτα που να μας αφορά ουσιαστικά. Έχουμε ταλέντο στη μπουρδολογία και μάστερ στην παπαρολογία. Φοβόμαστε τόσο να δείξουμε τον εαυτό μας στους άλλους που έχουμε εξελίξει τις ανούσιες κουβέντες σε απίστευτο βαθμό.
Kρύβουμε περίτεχνα φόβους κι επιθυμίες πίσω από πολυχρησιμοποιημένες ατάκες κι αστειάκια, πίσω από κοντρίτσες και μικρές προσβολές και με περισσή κομψότητα, απαγορεύουμε στους άλλους να πλησιάσουν παραπάνω.
Θα μιλήσουμε για όλα τα υπόλοιπα εκτός από αυτά που μας καίνε. Θα πούμε μαλακίες για τον καιρό, θα κάνουμε τα αστειάκια μας, θα συζητήσουμε για κάνα δυο κοινούς γνωστούς, βάλε και δυο ακίνδυνα «μυστικά» στην κουβέντα –έτσι, για να λέμε ότι είπαμε και κάτι πιο ιδιαίτερο- και βγήκε το τριωράκι.
Αραδιάζουμε επιφανειακές κουβέντες, ψευτοφιλοσοφούμε πλησιάζοντας επικίνδυνα στην παραφιλολογία, δημιουργούμε ένα μόνιμο βουητό αποτελούμενο από λεκτικά σκουπίδια κι άχρηστες πληροφορίες και παρ’ όλ’ αυτά, θεωρούμε αυτήν την ανταλλαγή ήχων επικοινωνία. Θα μιλήσουμε υπέρμετρα για να κρύψουμε την αμηχανία και τη σιωπή που δημιουργήθηκε όταν σκεφτήκαμε το δικό μας άνθρωπο που έφυγε, θα ξεκαρδιστούμε με κάποιο ανέκδοτο ακόμα κι αν το μόνο που θέλουμε είναι να σηκωθούμε και να φύγουμε και θα συνεχίσουμε την παράνοια μιλώντας περί ανέμων και υδάτων, ενώ το μόνο που μπορούμε να σκεφτούμε εδώ και μερικές μέρες είναι πως δε νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας.
Πολυλογία και μπαρουφολογία σ’ έναν περίεργο συνδυασμό που μόνο στόχο έχει τη δήθεν προστασία μας από τα μάτια των άλλων, από την κρίση τους, πολλές φορές κι από τον ίδιο μας τον εαυτό. Σφυρίζουμε αδιάφορα στα προβλήματα που απασχολούν το μυαλό μας και χώνουμε το κεφάλι μας στην άμμο όταν ο κόμπος φτάσει στο χτένι, αρνούμενοι να τα συζητήσουμε με τον οποιονδήποτε.
Χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα σιωπήσουμε φυσικά. Η σιωπή φέρνει αμηχανία, δεν το ‘ξερες; Αλίμονο αν δεν έχεις να πεις κάτι, αν δεν έχεις έτοιμη την έξυπνη ατάκα, αν καθυστερήσεις κάποια δευτερόλεπτα ν’ απαντήσεις και δεν είσαι αρκετά ετοιμόλογος. Τότε θ’ αρχίσουν οι ερωτήσεις. «Τι έχεις;» ο ένας, «Γιατί δε μιλάς;» ο άλλος, «Τι σκέφτεσαι;» ο τρίτος και πάει λέγοντας.
Κι από εκεί που είχες την ησυχία σου, έχεις ξαφνικά ν’ αντιμετωπίσεις ένα κάρο αγνώστους που παλεύουν με μανία να μπουν στο κεφάλι σου, το μοναδικό μέρος που αποφάσισες ότι θα κρατήσεις μόνο για σένα.
Αν δε μιλήσεις όμως, οι άγνωστοι δε θα γίνουν ποτέ φίλοι. Και όχι, δεν εννοώ να μιλήσεις όπως μιλάς τόσο καιρό. Άσε τα λόγια του αέρα, ξέχνα τα κουτσομπολιά, απόφυγε τις ανούσιες συζητήσεις. Μίλα γι’ αυτό που σ’ ενδιαφέρει πραγματικά. Πες αυτό που σκέφτεσαι πριν κοιμηθείς, ανάλυσε τους βαθύτερους προβληματισμούς σου. Μοιράσου τo ότι φοβάσαι για το μέλλον σου, ότι φοβάσαι για τους δικούς σου, ότι φοβάσαι μη μείνεις μόνος. Παρουσίασε τους φόβους σου στα μάτια τρίτων και τότε θα δεις πως όλοι φοβόμαστε τα ίδια πράγματα.
Πιο αληθινές κουβέντες και περισσότερη σιωπή. Αυτά χρειαζόμαστε για να ‘ρθουμε πιο κοντά ο ένας στον άλλον.