Παρά το γεγονός ότι τον περισσότερο καιρό που πέρασα στις σχολικές αίθουσες και στα θρανία συνήθιζα ν’ αμφισβητώ λεγόμενα, θεωρίες και δεδομένα, υπήρξε μια φράση των καθηγητών που έμεινε καρφωμένη για χρόνια στο μυαλό μου –ίσως επειδή μου καλάρεσε.
Τον καιρό που προσπαθούσαν να μου διδάξουν ότι πρέπει να καταγράφω τη σκέψη μου αναλυτικά κι εγώ επαναστατούσα πηδώντας θεωρήματα που έπρεπε ν’ αναφερθούν γιατί «αυτά εννοούνται!», εκείνοι απαντούσαν υπομονετικά «Τίποτα δεν εννοείται».
Τις πρώτες φορές εκνευριζόμουν με την υποχρεωτική και σχεδόν εμμονική επανάληψη των ίδιων και των ίδιων θεωριών πριν ακολουθήσει η πολυπόθητη λύση του εκάστοτε προβλήματος. Θεωρούσα χάσιμο χρόνου το να γράφω τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά. Ύστερα όμως το ξανασκέφτηκα.
Αν τίποτα δεν εννοείται, αν τίποτα δε θεωρείται ευκόλως εννοούμενο γενικότερα και όχι μόνο σ’ ό,τι αφορά τη μαθητική μου θητεία, τότε θα μπορούσαμε να είμαστε όλοι πιο ξεκάθαροι. Να αναλύουμε προτάσεις, να κάνουμε τις επιθυμίες μας λιανές, να μιλάμε ξεκάθαρα γιατί «τίποτα δεν εννοείται». Δεν εννοείται ότι αγαπάς γιατί πολύ απλά ο άλλος μπορεί ν’ αντιλαμβάνεται τις κινήσεις σου ως απλό ενδιαφέρον, ως φιλία ή να μην τις αντιλαμβάνεται καθόλου στην τελική.
Γι’ αυτό κι εγώ θα στο κάνω μασημένη τροφή, γιατί κλωθογυρνά στο κεφάλι μου η αμφιβολία πως μπορεί εγώ να θεωρώ πως στο ‘δειξα, αλλά εσύ ν’ αγόραζες αγρό εκείνη την ώρα. Θα στο πω ξεκάθαρα για να ξέρω ότι σίγουρα ξέρεις και (ασχέτως ανταπόκρισης) να μπορώ να ηρεμήσω.
Μείνε.
Μείνε γιατί δες, εγώ βάζω τους εγωισμούς και τις αξιοπρέπειες του κώλου στην άκρη και σου ζητώ να προτιμήσεις εμένα από κάθε άλλη πιθανότητα ευτυχίας.
Μείνε γιατί είμαι καλή επένδυση, ανθεκτική και με αυξημένο συντελεστή απόδοσης. Χωρίς εγγύηση, αλλά με μεγάλο χρόνο ζωής. Μείνε γιατί αγαπώ όπως ζητώ να μ’ αγαπήσουν. Πεισματάρικα, αναρχικά κι επίμονα. Με γαϊδουρινή υπομονή αν αποφασίσω ότι ο άνθρωπος απέναντί μου αξίζει τα πολλά που έχω κρατημένα για να δώσω, με διάθεση να συγχωρήσω, να καταλάβω, να συζητήσω, να δεχτώ.
Με την πίστη και την πεποίθηση ότι έκανα τη σωστή επιλογή, ότι ποντάρω στο χαρτί που θα μου χαρίσει τη νίκη. Με γνώση του ότι θα χρειαστεί να υποχωρήσω σε πράγματα γιατί πάντα έτσι πάει όταν αποφασίσεις να μοιραστείς κομμάτια σου με κάποιον άλλον.
Και για να σε προλάβω, ξέρω πως δεν έκανες ποτέ να φύγεις. Αυτό όμως δε σημαίνει πως ο φόβος μου έχει εξαφανιστεί. Το ενδεχόμενο μιας πιθανής απουσίας σου μπορεί να με φέρει σε κατάσταση πανικού, κι ας έχω μάθει να στηρίζομαι στα πόδια μου.
Η λέξη αυτή μου χαρίζει την ψευδαίσθηση ότι μπορώ να προλάβω το φευγιό, ότι άπαξ και την πω και ξέρεις ότι θέλω να μείνεις, θα το ξανασκεφτείς για να τα μαζέψεις.
Δεν ξέρω αν είναι απαίτηση ή παράκληση –το μόνο που χωρίζει εξάλλου τις δύο αυτές λέξεις είναι ίσως μερικές στιγμές απελπισίας. Είναι πάντως μονολεκτικά η επιθυμία μου να σε κρατήσω κοντά μου, να με βλέπεις να μεγαλώνω και να σε βλέπω να ωριμάζεις. Να στιγματίζω τις μέρες σου και να σημαδεύεις τις δικές μου, με τέτοιο τρόπο που οι δύο καθημερινότητες θα γίνουν μία και η φυγή θα είναι πλέον σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Μείνε.