Κλίμα εορτών, λαμπιόνια παντού, δώρα, αγκαλιές, φιλιά. Ως εδώ καλά. Η τυπικούρα γιατί;
Είναι η ημέρα που θέλεις διακαώς να βγεις με τους φίλους σου, να πιείτε μέχρι να γίνετε κωλοτρυπίδια, να γελάσετε με ό,τι μαλακία σας κατέβει, αλλά όχι, θα μείνεις να φάτε οικογενειακά με τη θεία Λίτσα που ήρθε μόλις από τα Κάτω Κρεμαστά για να σας δει κι ας έχετε να ειδωθείτε από τότε που ήσουν πέντε.
Πρέπει να βοηθήσεις στο συμμάζεμα του σπιτιού γιατί είναι απαράδεκτο να ‘ρθει η θεία Λίτσα και να μην είναι όλα στην εντέλεια, να βάλεις τα καλά σου για να την υποδεχτείς, να υποστείς ζούληγμα μάγουλου και αυτό το αηδιαστικό «πώς μεγάλωσες έτσι» την ώρα που στο δικό σου κεφάλι υπάρχει μονάχα η ερώτηση «ποια είσαι εσύ;».
Κι αφού καθίσετε στο τραπέζι και περάσει αυτή η απίστευτα πληκτική μια ώρα στην οποία πρέπει να εξηγήσεις συνοπτικά τι έκανες στη ζωή σου αυτά τα δεκαπέντε, είκοσι, είκοσι πέντε χρόνια που η θεία Λίτσα για κάποιον ανεξήγητο λόγο ήταν απούσα, αφού φτύσεις κρυφά μέσα στο φαγητό της την ώρα που σε ρωτάει αν πήρες πτυχίο και αφού ευχηθείς να πνιγεί με τη γαλοπούλα την ώρα που ρωτάει κοιτώντας σε με νόημα πότε θα φάει κουφέτα, έρχεται η χειρότερη στιγμή όλων. Έρχεται η αμήχανη στιγμή που επειδή τα κοινά θέματα συζήτησης τελείωσαν πρέπει όλοι μαζί να συζητήσετε για το μοναδικό πράγμα που έχετε ακόμα κοινό. Ω ναι. Εσένα.
Και να σου τα «θυμάσαι τότε που ήσουν τεσσάρων και κατούρησες τον παππού» ή «θυμάσαι τότε που ήσουν νηπιαγωγείο κι έμαθες μόνος να δένεις τα κορδόνια σου» την ώρα που εσύ αναρωτιέσαι αν όντως σε ρωτάει και πρέπει να απαντήσεις ή αν οι ερωτήσεις είναι ρητορικές. Και βάζεις το καλό σου χαμόγελο, ξέρεις, αυτό το επίσημο, το τυπικό, που ίσα που ξεπερνάει το μειδίαμα μόνο και μόνο για να φανεί λίγο δόντι και από μέσα σου παρακαλάς να πιάσει φωτιά το κτίριο για να αναγκαστείς να τρέξεις γρήγορα έξω απ’ το σπίτι.
Την ώρα αυτή θα μπορούσες να είσαι με τους φίλους σου, αυτούς που όντως σε έζησαν όλη τη χρονιά, αυτούς που σε είδαν να αγχώνεσαι, να στεναχωριέσαι, να χαίρεσαι, να πετυχαίνεις και ν’ αποτυχαίνεις. Και ήταν σε όλα εκεί. Έπρεπε να ήσουν με τη Μαρία που γυρνούσε απ’ τη δουλειά και πέρασε να σου αφήσει φαγητό, γιατί ξέρει ότι πριν την εξεταστική δεν τρως τίποτα. Έπρεπε να ήσουν με τον Γιώργο που πέρασε ολόκληρο βράδυ ξύπνιος δίπλα σου γιατί μέθυσες και σηκωνόσουν κάθε τρεις και λίγο για φίλημα στη λεκάνη της τουαλέτας. Έπρεπε να ήσουν με όλους αυτούς που σου αποδεικνύουν καθημερινά κι έμπρακτα πόσο σε σκέφτονται και πόσα σημαίνεις γι’ αυτούς.
Κι ας μην κουβεντιάζατε τίποτα σοβαρό, κι ας λέγατε μαλακίες, κι ας αναλύατε απλώς πόση ώρα έχει ψηθεί το μπριζολίδι μπροστά σας κι έχει γίνει μαστίχα Χίου. Τα σοβαρά τα έχετε υπεραναλύσει σε άλλες στιγμές εξάλλου, δεν περιμένατε το γιορτινό τραπέζι για να τα πείτε.
Το νόημα των ημερών δε χωρά τυπικούρες και στημένα χαμόγελα. Το νόημα των ημερών κρύβεται στην αυθεντικότητα της αγκαλιάς, στο καλύτερό σου χαμόγελο και στην αγάπη που θα νιώσεις δίπλα στη Μαρία και τον Γιώργο που είναι πάλι εκεί, κάθε χρόνο, σε μια ιεροτελεστία δική σας, επετειακή και σίγουρα περισσότερο οικογενειακή απ’ αυτήν της θείας Λίτσας.