Καλοκαιρινό κονφέσιο έχουμε και θα βγάλω κάτι παιδικά άπλυτα στη φόρα. Ζιζάνιο κι απίστευτα σπαστικό μωρό η δικιά σου. Να σου πω μόνο ότι όταν πρωτοέμαθε ο αδερφός μου να περπατάει, τον έριχνα επίτηδες κάτω κάθε φορά που σηκωνόταν γιατί μου άρεσε να τον βλέπω να ζορίζεται. Από γκρίνια ολημερίς κι ολονυκτίς μέχρι τρεχαλητό που απαιτούσε γονείς μαραθωνοδρόμους -αντιλαμβάνεσαι ότι δεν ήμουν κι απ’ τα ήσυχα μωρά.

Το κύριο χαρακτηριστικό μου όμως ήταν άλλο και δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν έχει αλλάξει από τότε. Πεισματάρα μέχρι αηδίας. Αγύριστο κεφάλι. Κάτι το ψώνιο που είναι χαραγμένο στο DNA μου, κάτι η περηφάνια του μπαμπά που πάντα τόνιζε πως μπορώ να κάνω ό,τι κατεβάσει η γκλάβα μου, ήρθε κι έδεσε το γλυκό. Καλό από τη μια, επικίνδυνο απ’ την άλλη και το κατάλαβα νωρίς.

Απογευματάκι καλοκαιριού λοιπόν, κι εμείς στη Θεσσαλονίκη. Καύσωνας και φυσούσε εκείνος ο καυτός αέρας που σου κόβει την ανάσα. Οι γονείς με τους θείους μου στο μπροστά μπαλκόνι της πολυκατοικίας να πίνουν καφέ και η υποφαινόμενη (μόλις τριών ετών τότε) μαζί με τον πεντάχρονο ξάδερφό της στο πίσω μπαλκόνι. Μπουγέλα, τρεχαλητά και ποδηλατάκια για να διοχετεύσουμε την περισσευούμενη ενέργεια.

Στο σημείο αυτό, είναι απαραίτητο να διευκρινίσω την τότε σχέση μου με τον ξάδερφό μου. Πρώτο παιδί της οικογένειας εκείνος, δεύτερο εγώ κι όπως φαντάζεστε, στα μάτια μου ήταν ένας μικρός θεός. Έτρεχε ο Παντελής, έτρεχα κι εγώ. Ζητούσε νερό ο Παντελής, ζητούσα κι εγώ. Έβαζε μπαταρίες στη μύτη του ο Παντελής, μη χάσω εγώ. Ήταν παράδειγμα προς μίμηση για μένα. Θαύμαζα τις βλακείες του και ήθελα να γίνω σαν εκείνον.

Πίσω στο μπαλκονάκι μας λοιπόν, οι βλακείες στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας έδιναν κι έπαιρναν. Σκούντηγμα, τσίγκλισμα και δε συμμαζεύεται, ώσπου η πρόταση-πρόκληση της ημέρας έπεσε στο τραπέζι. «Δεν μπορείς να πηδήξεις στο μπαλκόνι του γείτονα», είπε ο…μικρός θεός κι εγώ, το χαϊβάνι, έσκασα απ’ το κακό μου. Υπενθυμίζω για να μη  ξεχνιόμαστε: τέταρτος όροφος. Ο διάλογος που ακολούθησε έχει ως εξής:

-Δεν μπορείς.

-Μπορώ.

-Δεν μπορείς.

-Μπορώ!

-Κάν’ το.

Και κάπως έτσι βρέθηκα να στηρίζω το ποδηλατάκι μου στο μπαλκόνι και να σκαρφαλώνω στο περβάζι του μπαλκονιού. Απ’ τη μια κοίταζα κάτω και μ’ έπιανε ζάλη απ’ το ύψος, απ’ την άλλη πού να δειλιάσω μπροστά στο υπόδειγμα; Θυμάμαι χαρακτηριστικά να κοιτάζω την απόσταση ως το μπαλκόνι του γείτονα και να σκέφτομαι ότι δεν είναι μακριά και θα μπορέσω να γυρίσω πίσω με τον ίδιο τρόπο.

Λύγισα τα πόδια μου λοιπόν, κι ετοιμάστηκα για το μεγάλο άλμα που θα με αποθέωνε στα μάτια του ξαδέλφου, αλλά για καλή μου τύχη ο μπαμπάς μου πήγε προς νερού του -κάτι που στο δικό μας σπίτι σημαίνει πως περνάς και μπροστά απ’ το μπαλκόνι.

Καθώς πήγαινε λοιπόν ο άνθρωπος ν’ ανακουφιστεί, είδε το βλαστάρι του ανεβασμένο στο περβάζι και με το ένα πόδι σηκωμένο. Έτοιμη για πέταγμα, σας λέω. Ποιος είδε τον Καλπαζίδη και δεν τον φοβήθηκε. Για πότε μας βούτηξε και τους δυο, έναν στο ένα χέρι κι έναν στ’ άλλο, και μας έσυρε μπροστά στους υπόλοιπους ενήλικους, ούτε που το κατάλαβα. Περιττό να πω, πως δε θυμάμαι να έχει ξαναφωνάξει ο πατέρας μου τόσο πολύ.

Τώρα που το σκέφτομαι, μεγαλώνοντας δε νομίζω πως έγινα πιο σοφή. Σταμάτησα τ’ αυτοκτονικά παιχνίδια, αλλά το κεφάλι μου το ίδιο αγύριστο έμεινε και η περηφάνια παντρεμένη με την έπαρση και κληρονομημένη απ’ το σόι, καλά κρατεί. Ακόμα πιστεύω πως αν ο Καλπαζίδης δεν ήταν εκεί, εγώ θα το πήδαγα το μπαλκόνι και θα έφτανα σ’ αυτό του γείτονα.

Ένα είναι το ηθικό δίδαγμα της υπόθεσης: Για να σώσεις την ψωνάρα κόρη σου από βουτιά στο κενό, πρέπει να κατουριέσαι.

 

Στον Κ.

Συντάκτης: Σοφία Καλπαζίδου