Μου τη δίνεις. Μου τη δίνεις πολύ. Και ξέρεις γιατί; Γιατί εγώ έμαθα τον τελευταίο καιρό να μην περιμένω τίποτα κι από κανέναν, να μην έχω προσδοκίες και ήμουν καλά μ’ αυτό. Ένιωθα περήφανη που έμαθα κι αυτό το μάθημα της ενήλικης, σοβαρής ζωής μου και σχεδόν διατυμπάνιζα την αυτοκυριαρχία μου.
Είχα τον έλεγχο για τα πάντα, από το πρώτο ως το τελευταίο δευτερόλεπτο της μέρας. Ήξερα τι ώρα θα ξυπνήσω και ότι στην πρώτη μου σκέψη θα καταριέμαι το ξυπνητήρι. Ότι θα πάω για μάθημα και μετά για καφέ με μια συγκεκριμένη παρέα. Ήξερα τι ώρα θα γυρίσω, πότε θα βγω για ποτό και τι ώρα θα κοιμηθώ γιατί την επόμενη έχω μια συγκεκριμένη ώρα να ξυπνήσω.
Κι από την ώρα που μπήκες στη ζωή μου δε μπορώ να ελέγξω ούτε τη σκέψη μου, ούτε το πρόγραμμά μου. Η παρουσία σου κυριάρχησε στην καθημερινότητά μου με τέτοιον τρόπο που δεν κατάλαβα καν την εισβολή. Δεν κατάλαβα πότε και πώς άρχισε να μπαίνει η φάτσα σου σφήνα στο μυαλό μου σε άκυρες στιγμές, αλλά πλέον θα ξυπνήσω και αντί να καταριέμαι το ξυπνητήρι θα σκεφτώ τη φάτσα σου κι αυτό χωρίς να έχει προηγηθεί κάτι ιδιαίτερο μεταξύ μας. Θα σουλατσάρεις στο κεφάλι μου τις πιο ακατάλληλες στιγμές, όπως την ώρα που πρέπει να είμαι συγκεντρωμένη και να δουλέψω.
Ακόμη και την ώρα που είμαι κουρασμένη θα τριγυρνάς στο μυαλό μου διάολε, χωρίς να σου ‘χω δώσει τέτοιο δικαίωμα. Χωρίς να μου ‘χεις δώσει κι εσύ τέτοιο δικαίωμα. Και το χειρότερο είναι πως εκείνη την ώρα απολαμβάνω τη σκέψη σου και μέσα στην κούρασή μου, χαμογελάω με μισόκλειστα μάτια και η κούραση γλυκαίνει.
Κι όλα αυτά χωρίς να σε ξέρω καθόλου, χωρίς να έχουμε ζήσει κάτι σημαντικό, χωρίς να έχεις κάνει κάτι για μένα. Δεν ξέρω ποιο είναι τ’ αγαπημένο σου φαγητό, δεν ξέρω τι σου σπάει τα νεύρα, δεν ξέρω τι σου αρέσει όταν με κοιτάς. Δεν ξέρω καν αν σου αρέσει κάτι όταν με κοιτάς. Δεν ξέρω αν μπορείς να μας φανταστείς μαζί ή αν θέλεις μόνο να με πηδήξεις.
Ξέρω μόνο ότι όταν βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο με πιάνει τέτοια υπερένταση που όταν γυρίζω σπίτι δεν μπορώ να κοιμηθώ. Στριφογυρίζω στο κρεβάτι μου και φαντάζομαι τις αγαπημένες σου συνήθειες και μένα μέσα σ’ αυτές. Και ξέρω ότι τσιτώνεσαι κι εσύ δίπλα μου κι ας μη μου ‘χεις πει κάτι. Το βλέπω στον τρόπο που με κοιτάς και στον τρόπο που κάνεις πως δε με κοιτάς.
Κι όσο αντιλαμβάνομαι την παράνοια της κατάστασης και σε διώχνω πεισματικά από το κεφάλι μου, τόσο επιμένεις να γυρίζεις μέσα σ’ αυτό, ίσα ίσα για να μου αποδείξεις ότι είμαι ανήμπορη μπροστά σου κι ότι τόσο καιρό κοροϊδεύω τον εαυτό μου με τη γιαλαντζί αυτοκυριαρχία μου.
Για να είμαι ειλικρινής κι ακόμα πιο παρανοϊκή και να τρομάξω όσους αναγνώστες δεν έχουν τρομάξει ως τώρα, μπορώ να πω ότι εκνευρίζομαι κι αυτή τη στιγμή που γράφω για σένα. Εκνευρίζομαι που είσαι ήδη πηγή έμπνευσης χωρίς να έχεις κουνήσει ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι. Εκνευρίζομαι που δεν μπορώ να κοιμηθώ τρεις η ώρα το βράδυ και σηκώθηκα να γράψω για την πάρτη σου μπας και ξεκουμπιστείς από την γκλάβα μου και μ΄ αφήσεις στην ησυχία μου να τον πάρω.
Δεν ξέρω τι θα κάνω μαζί σου, δεν ξέρω τι σκέφτεσαι εσύ, δεν ξέρω τι έχω πάθει, ούτε πώς ν’ αντιδράσω.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι αύριο θα σε δω κι αυτό, ρε γαμώτο, αρκεί.